κόρνος
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
κεντρομυρσίνη (Sicel), Hsch.
Greek Monolingual
ο (Α κόρνος)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κορνίδες ή κρανίδες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Σικελούς) το φυτό κεντρομυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως σύγχρονος επιστημον. όρος είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornus < λατ. cornus / cornum, συγγενές του κράνον. Το αρχ. ελλ. κόρνος ίσως είναι δάνειο από τη λατ.].