σφώ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
A v. σύ 11, σφωέ.
German (Pape)
[Seite 1053] attische Abkürzung von σφῶϊ, die sich auch in der Il. findet, z. B. 11, 782; für σφωέ aber zw., denn Il. 17, 531 wird jetzt richtig σφω' Αἴαντε gelesen.
Greek (Liddell-Scott)
σφώ: συνεσταλμένη ὀνομ. καὶ αἰτ. ἀντὶ σφῶι, ἴδε ἐν λ. σὺ ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
contr. de σφῶϊ.
English (Autenrieth)
gen. and dat. σφῶιν, σφῷν: dual of σύ, ye two, you two, you both, Il. 1.336, , Il. 11.776, . σφῶι and σφῶιν are never enclitic.
Greek Monolingual
και σφῶϊ, Α
(ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. του β' προσ. της προσ. αντων. σύ) εσείς οι δύο (α. «Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ' ἐλθέμεν», Ομ. Ιλ.
β. «ἀμφοτέρω γὰρ σφῶϊ φιλεῑ... Ζεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
σφώ: συγκεκ. ονομ. και αιτ. αντί σφῶϊ, βλ. σύ II.
Russian (Dvoretsky)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφώ, pron. pers., 2 dual. nom. en acc., zie σύ.
σφώ, zie σφωέ
Frisk Etymological English
Frisk Etymology German
σφώ: σφρῶϊ
{sphṓ}
See also: s. σφεῖς.
Page 2,835