δυσσεβής

From LSJ
Revision as of 15:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσσεβής Medium diacritics: δυσσεβής Low diacritics: δυσσεβής Capitals: ΔΥΣΣΕΒΗΣ
Transliteration A: dyssebḗs Transliteration B: dyssebēs Transliteration C: dyssevis Beta Code: dussebh/s

English (LSJ)

ές,

   A ungodly, impious, profane, of persons, A.Th.598 (Comp. or Sup.), and their acts, δ. χάρις S.Ant.514; τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Id.OC1190; δ. μέλαθρα E.IT694. Adv. -βῶς Id.Fr.825.—This family of words is chiefly found in Trag. (δυσσεβής occurs in Men.540, Diph.105, and later Prose as Jul.Or.5.174b (Sup.)); εὐσεβής, etc., are freq. also in Prose.

German (Pape)

[Seite 688] ές, gottlos, von Menschen und Sachen; ἔργον Aesch. Ag. 756; öfter bei Tragg.; auch sp. D., wie Lyc. 1151; in Prosa, Longin. 4, 3; Geop. u. K. S., bes. adv. δυσσεβῶς.

Greek (Liddell-Scott)

δυσσεβής: -ές, ἀσεβής, ἄθεος· ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν· τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Σοφ. Ο. Κ. 1190· δ. μέλαθρα Εὐρ. Ι. Τ. 694. ― Ἐπίρρ. -βῶς. Εὐρ. Ἀποσπ. 822. Αἱ λέξεις αὖται ἀνήκουσι σχεδὸν ἀποκλειστικῶς εἰς τοὺς Τραγ. (δυσσεβὴς ἀπαντᾶ παρὰ Μενάνδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Διφίλ. ἐν Ἀδηλ. 24)· εὐσεβής, κτλ. εἶναι συχνὰ καὶ παρὰ πεζοῖς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
impie;
Cp. δυσσεβέστερος, Sp. δυσσεβέστατος.
Étymologie: δυσ-, σέβω.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [no contr. plu. nom. δυσσεβέες Nonn.Par.Eu.Io.16.3; ac. δυσσεβέας Orac.Sib.1.117, 4.43; gen. δυσσεβέων Theoc.26.32, Nonn.D.31.92]
1 impío, inicuo tanto en rel. c. los dioses como c. los hombres (familia, ciudad, sociedad, etc.), de pers. op. δίκαιος: βροτοί A.Th.598, cf. E.Hipp.1050, Ἀτρεύς S.Ai.1293, δυσσεβεῖς κακῶν <τ'> ἄπο βλαστόντας Trag.Adesp.1b.15, οἱ δυσσεβεῖς οὗτοι, οἳ μὲν τὴν πόλιν διασύρουσιν D.18.323, cf. Theoc.l.c., LXX 2Ma.3.11, 3Ma.3.1, BGU 1816.4 (I a.C.), Ph.1.405, I.BI 4.190, Orac.Sib.4.43, δυσσεβεῖς καὶ ἱερόσυλοι Luc.Asin.41, οἱ βλασφημήσαντες τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτος ... οἱ καὶ Ἰουδαίων δυσσεβέστεροι de herejes Const.App.6.18.3, Νεστόριος ὁ δ. Pamph.Mon.Solut.12.115, cf. Cyr.H.Catech.16.9, Pamph.Mon.Solut.tít.
c. εἰς impío contra εἰς τὸν Δία ... δ. ἐγένετο Longin.4.3, δυσσεβέες τελέσουσιν ἐς ὑμέας Nonn.Par.Eu.Io.16.3, cf. D.31.92, Iul.Or.8.174b, Them.Or.1.9a, Charito 3.4.12, Gp.11.15.2
de cosas, acciones, sentimientos, comportamientos ἔργον A.A.758, φρενὸς πνέων δυσσεβῆ τροπαίαν soplando en su mente un viento cambiante, impío A.A.219, χάρις S.Ant.514, τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατ' S.OC 1190, φόνῳ τέκνων δυσσεβεῖ E.Med.1287, μέλαθρα E.IT 694, θοίνη Moschio Trag.6.33, αἷμα ref. a la guerra AP 7.492 (Anyt.), τρόπος Diph.105, ψυχῆς πονηρᾶς δ. παράστασις Men.Fr.761.8, γάμοι ref. a la violación de Casandra por Áyax, Lyc.1151, ἀνοσιούργημα Ph.2.301, θύειν μὲν ἃ μὴ χρὴ δ. ἡγούμενα Aristid.Or.29.14, ἐπιθυμίαι Alex.Aphr.Pr.1.87, κόσμος Nonn.Par.Eu.Io.3.19
en lit. crist. frec. de la herejía, Eus.HE 4.7.4, Ps.Caes.213.71, op. τὸ ἀπηγορευμένον πανταχόθεν τοῖς ἱεροῖς νόμοις Pall.V.Chrys.14.51
subst. τὸ δ. impiedad ποινὴ τοῦ πολλοῦ δυσσεβοῦς I.AI 17.170, cf. Aristaenet.2.8.13.
2 adv. -ῶς de manera impía δῶμα πλούτῳ δ. ὠγκωμένον E.Fr.825, δ. τὴν βασιλείαν παραλαβεῖν I.AI 17.95, de una ciu. δ. ... πολιτευομένη Thdt.Is.7.159, μερίζειν δ. τὴν οὐσίαν Amph.Seleuc.207, δ. ἐθελοκακεῖν PMasp.151.216 (VI d.C.).

Greek Monolingual

-ές (AM δυσσεβής, -ές)
ασεβής, άθεοςτότε Ἰούδας ὁ δυσσεβὴς φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο»).

Greek Monotonic

δυσσεβής: -ές (σέβω), άθεος, ασεβής, βέβηλος, ανίερος, βλάσφημος, άσεμνος, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

δυσσεβής: нечестивый Trag.

Middle Liddell

δυσ-σεβής, ές σέβω
ungodly, impious, profane, Trag.

English (Woodhouse)

impious, irreverent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)