οἱονεί

From LSJ
Revision as of 08:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἱονεί Medium diacritics: οἱονεί Low diacritics: οιονεί Capitals: ΟΙΟΝΕΙ
Transliteration A: hoioneí Transliteration B: hoionei Transliteration C: oionei Beta Code: oi(onei/

English (LSJ)

for οἷον εἰ,

   A as if, Antiph.231.6, Men.Georg.58, Arist.HA 495b25, Pr.923b33 ; = οἷον (οἷος v. 2 d), Arist. de An.430b13 ; Dor. οἷον αἰ Epich.155 ; so οἱονπερεί (q. v.) ; οἱονανεί, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

οἱονεί: ἀντὶ οἷον εἰ, ὡς εἰ, ὡσεί, Λατ. quasi, tanquam si, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 10. 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 17, Προβλ. 20. 10· Δωρ. οἷον αἱ, Näke εἰς Χοιρίλ. σ. 146· οὕτως, οἱονπερεὶ Πλάτ. Θεαίτ. 201Ε· - πρβλ. ὡσπερανεί.

French (Bailly abrégé)

conj.
comme si, comme.
Étymologie: οἷον, εἰ.

Greek Monolingual

οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ)
κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «οιονεί νομή»
(νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε αντιδιαστολή με την καθολική νομή ή, απλώς, νομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἷον, ουδ. της αντων. οἷος + υποθετικό εἰ (δωρ. οἷον αἰ). Ο τ. οἱονανεί < οἷον + ἄν + εἰ].

Greek Monotonic

οἱονεί: αντί οἷον εἰ, όπως το Λατ. quasi, tanquam si, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

οἱονεί: conj. как если бы Arst., Polyb.

Middle Liddell

[for οἷον εἰ]
as if, Lat. quasi, tanquamsi, Arist.