ζωπυρώ
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
Greek Monolingual
ζωπυρώ, -έω (AM, Μ και -όω) ζώπυρος
1. παράγω φλόγα, ανάβω φωτιά με ζώπυρο
2. μτφ. αναζωογονώ, εμψυχώνω, ανανεώνω
μσν.
μέσ. ζωπυροῡμαι, -όομαι
φέρνω τη ζωή, δίνω υπόσταση, δημιουργώ
αρχ.
1. μτφ. ερεθίζω, παροξύνω, διεγείρω
2. επαυξάνω
3. (αμτβ.) εξάπτομαι σε φλόγα
4. μτφ. συντηρώ, διατηρώ με ζήλο
5. παθ. ζωοπυροῡμαι, -έομαι
(για έμβρυο) ζωογονούμαι από τη φωτιά.