βιοπλανής

From LSJ
Revision as of 22:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοπλᾰνής Medium diacritics: βιοπλανής Low diacritics: βιοπλανής Capitals: ΒΙΟΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: bioplanḗs Transliteration B: bioplanēs Transliteration C: vioplanis Beta Code: bioplanh/s

English (LSJ)

ές,

   A wandering to get one's living, a beggar, βιοπλανές (poet. nom. pl. for -πλανέες) Call. Fr.497: neut. sg. βιοπλανες Hdn. Gr. ap. Et.Gen., A.D.Pron.93.8.

German (Pape)

[Seite 445] ές, umherirrend seinen Lebensunterhalt suchend, Callim. frg. in B. A. 1253; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βιοπλᾰνής: -ές, πλανώμενος ὅπως πορισθῇ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἐπαίτης, βιοπλανὲς (ποιητ. ἀντὶ -πλανέες) Καλλίμ. ἐν Α. Β. 1253.

Spanish (DGE)

(βιοπλᾰνής) -ές

• Morfología: [plu. nom. βιοπλανές Call.Fr.489, acentuado βιόπλανες A.D.Pron.93.8; dat. βιοπλανέεσσιν Nonn.Par.Eu.Io.13.29]
de vida vagabunda de pers., Call.l.c., πτωχοῖσι βιοπλανέεσσιν Nonn.Par.Eu.Io.13.29
de abstr. propio de una vida descarriada ἦθος Nonn.Par.Eu.Io.15.19, ἄχθος ἀνάγκης Nonn.Par.Eu.Io.20.23.

Greek Monolingual

βιοπλανής, -ές (Α)
αυτός που περιπλανιέται για να αποκτήσει τα προς το ζην, ο ζητιάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -πλανής < πλανώμαι «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»].