δειμός

From LSJ
Revision as of 18:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειμός Medium diacritics: δειμός Low diacritics: δειμός Capitals: ΔΕΙΜΟΣ
Transliteration A: deimós Transliteration B: deimos Transliteration C: deimos Beta Code: deimo/s

English (LSJ)

ὁ, (δέος)

   A fear, terror, δειμόν τινα ἀναπλάσσειν J.Ap.2.34.    II Δεῖμος, ὁ, personified as accompanying Φόβος, Ἔρις, Γοργώ, etc., Il. 4.44c, 1.37, 15.119, Hes.Th.934.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
épouvante.
Étymologie: δείδω ; cf. δεῖμα.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): Δεῖμος Hsch.
1 miedo, terror ὁ μὲν δειμῶν ἐπιγινομένων ἀφίσταται Chrysipp.Stoic.3.123.
2 ὁ Δ. personif. Terror hijo de Ares y Afrodita Il.4.440, 11.37, 15.119, Hes.Th.934, Sc.195, 463, Plu.2.763c, I.Ap.2.248, Q.S.5.29, 11.13, Nonn.D.2.415, Hsch.
hijo de Pólemo, Sud.
padre de Escila, Semus 22.

Greek Monolingual

δειμός και Δεῑμος, ο (Α)
1. δειμός
ο τρόμος
2. Δεῑμος
η προσωποποίηση του τρόμου («Κυθέρεια Φόβον καὶ Δεῑμον ἔτικτε δεινούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δείμα, σχηματισμένος με το επίθημα -μος, που χρησιμοποιείται για τα έμψυχα, σε αντίθεση προς το -μα, που είναι για τα αντικείμενα ή δηλώνει το αποτέλεσμα μιας πράξεως].

Greek Monotonic

δειμός: ὁ (δέος), φόβος, τρόμος, πανικός· προσωποποιημένο, Δεῖμος, υπηρέτης του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δέος
1. fear, terror:— personified Δεῖμος, Il.
2. contr. for δέον neut. part., v. δεῖ 111.