δηρόβιος

From LSJ
Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηρόβῐος Medium diacritics: δηρόβιος Low diacritics: δηρόβιος Capitals: ΔΗΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: dēróbios Transliteration B: dērobios Transliteration C: dirovios Beta Code: dhro/bios

English (LSJ)

Dor. δᾱρ-, ον,

   A long-lived, θεοί A.Th.524 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 568] lang lebend, dor. δαροβ., Aesch. Spt.

Greek (Liddell-Scott)

δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, ον, μακροχρόνιος, μακρόβιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 524.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor. δαρόβιος;
qui a une longue vie.
Étymologie: δηρός, βίος.

Greek Monolingual

δηρόβιος και δωρ. τ. δαρόβιος -ον (Α)
αιωνόβιος, μακροχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηρός + βίος.

Greek Monotonic

δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, -ον, μακρόβιος, μακροζώητος, πολύχρονος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δηρόβιος -ον Dor. δᾱρόβιος [δηρός, βίος] langlevend.

Russian (Dvoretsky)

δηρόβιος: дор. δᾱρόβιος 2 досл. долговечный, перен. бессмертный (θεοί Aesch.).

Middle Liddell

[from δηρός
long-lived, Aesch.