δρεπάνη
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (δρέπω)
A sickle, reaping-hook, ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.18.551, cf. AP9.383.9; pruning-hook, ἐτρύγων… δρεπάνας ἐν χ. ἔχ. Hes.Sc.292: rare in Prose, Plu.Cleom.26, Alciphr. 3.19.
German (Pape)
[Seite 666] ἡ (δρεπω), Sichel; Homer einmal, Iliad. 18, 551 ὀξείας δρεπάνας, zum Abmähen des Getreides; vgl. δρέπανον; – zum Weinabschneiden, Hes. Sc. 292, u. einzeln bei sp. D., wie Menses Aeg. u. Rom. (IX, 383. 384); Opp. Hal. 5, 257. – In Prosa selten, Plut. Cleom. 26 δρεπάναις καὶ μαχαίραις . S. δρέπανον.
Greek (Liddell-Scott)
δρεπάνη: [ᾰ], ἡ, (δρέπω) δρέπανον, ἐργαλεῖον θεριστικόν, ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Σ. 551· κλαδευτήριον, ἐτρύγων… δρεπάνας ἐν χ. ἔχ. Ἡσ. Ἀσπ. 292· ― σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Πλούτ. Κλεομ. 26. ― Πρβλ. δρέπανον.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la faux.
Étymologie: cf. δρέπανον.
English (Autenrieth)
and δρέπανον: sickle, Il. 18.551 and Od. 18.368.
Greek Monolingual
η
1. βλ. δρεπάνι
2. μικρή πεταλούδα με φτερά δρεπανοειδή.
Greek Monotonic
δρεπάνη: [ᾰ], ἡ (δρέπω), = δρέπανον, δρεπάνι, εργαλείο για τον θερισμό, σε Ομήρ. Ιλ.· κλαδευτήρι, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
δρεπάνη: (ᾰ) ἡ серп Hom., Hes., Plat., Arst.
Middle Liddell
δρεπά˘νη, ἡ, n δρέπω = δρέπανον
a sickle, reaping-hook, Il.: a pruning-hook, Hes.