ε
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
ἒ ψιλόν, fifth letter of the Gr. alphabet: as numeral έ
A = πέντε and πέμπτος, but ε' = 5,000:—its name was εἶ, q.v., later ἒ ψιλόν; cf. ψιλός.
Greek Monolingual
(I)
(Μ ἔ) επιφών.
εκφράζει: 1. ενόχληση, δυσαρέσκεια («ε πια, μάς παραζάλισες!»)
2. θαυμασμό
3. επιθυμία, ευχή («ε! και να μού τύχαινε ο πρώτος αριθμός του λαχείου!»)
νεοελλ.
1. βεβιασμένη συγκατάθεση («ε! φτάνει, σέ πιστεύω!»)
2. κλήση («ε! εσένα μιλάω, δεν ακούς;»).
(II)
ἕ (Α)
αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου για αυτοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το τρίτο πρόσωπο ἕ, ἑ της προσωπικής αντωνυμίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα se- / swe-. Οι επικοί τ. ε, ευ, έθεν στους οποίους δεν εμφανίζεται δίγαμμα προέρχονται από τη ρίζα se-, η οποία απαντά επίσης στα λατ. se, αρχ. σλαβ. sę, γοτθ. si-k. Τα ομηρ. (F)έ, παμφυλ. Fhe ανάγονται στη ρίζα swe- που απαντά επίσης στο αρχ. ινδ. sva-. Η δοτ. οι < soi που απαντά στα αρχ. περσ. šay, αβεστ. hẽ, αρχ. ινδ. se. To ομηρικό εέ, εοί, που σπάνια μαρτυρείται στον Όμηρο, προϋποθέτει ρίζα sewe- πρβλ. λιθ. save-. Τέλος με επιθετικοποίηση τών swe-, sewe- προήλθαν τα κτητικά swo-s > (F)ός και sewo-s > ἑός που αντιστοιχεί στα αρχ. ινδ. sva, λατ. suus].
(III)
(AM ἔ, και κατ' επανάληψη ἔ ἔ ἔ ἔ
Α και ἐέ ή ἐή)
επιφώνημα πόνου ή θλίψεως.