εὔαγρος

From LSJ
Revision as of 16:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαγρος Medium diacritics: εὔαγρος Low diacritics: εύαγρος Capitals: ΕΥΑΓΡΟΣ
Transliteration A: eúagros Transliteration B: euagros Transliteration C: eyagros Beta Code: eu)/agros

English (LSJ)

ον, (ἄγρα)

   A lucky in the chase, S.OC1088 (lyr.), AP6.34 (Rhian.); affording good sport, ib.9.555 (Crin.); epith. of Pan, Sammelb.4031, 4053; of Ares, BMus.Inscr.1064 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 1055] glücklich auf der Jagd, beim Fangen, τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον Soph. O. C. 1090; πέμπειν τινὰ εὔαγρον Rhian. 8 (VI, 34), u. öfter in Anth.

Greek (Liddell-Scott)

εὔαγρος: ον. (ἄγρα) εὐτυχὴς ἐν τῇ ἄγρᾳ, ἐπιτυχής, τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον Σοφ. Ο. Κ. 1089, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 34· παρέχων καλὴν ἄγραν, αὐτόθι 9. 555.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait une bonne chasse, une bonne pêche.
Étymologie: εὖ, ἄγρα.

Greek Monolingual

εὔαγρος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι τυχερός στο κυνήγι
2. αυτός που παρέχει καλό κυνήγι, καλή άγρα
3. επίθ. του Πανός
4. επίθ. του Άρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγρος (< αγρός), πρβλ. φίλ-αγρος, βό-αγρος].

Greek Monotonic

εὔαγρος: -ον (ἄγρα), τυχερός στο κυνήγι, επιτυχημένος σε αυτό, σε Σοφ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔαγρος:
1) счастливый на охоте: τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον Soph. совершить успешное нападение;
2) сулящий большой улов (νῆσος εὔ. ἐπ᾽ ἰχθύσι Anth.).

Middle Liddell

εὔ-αγρος, ον ἄγρα
lucky in the chase, blessed with success, Soph., Anth.