καλπάζω
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
(κάλπη A)
A trot, of a horse, A.Fr.145 A, Aq.Je.8.6, Suid.
German (Pape)
[Seite 1314] traben, vom Pferde, VLL. Vgl. παρακαλπάζω.
Greek (Liddell-Scott)
καλπάζω: (κάλπη) ἐπὶ ἵππου, τρέχω σκιρτῶν, τρέχω πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.
French (Bailly abrégé)
aller au trot.
Étymologie: κάλπη.
Greek Monolingual
(Μ καλπάζω) κάλπη (II)]
(για άλογο) τρέχω με καλπασμό
νεοελλ.
1. (για ιππέα) ιππεύω άλογο που καλπάζει
2. μτφ. προχωρώ αλματωδώς, εξελίσσομαι γρήγορα («ο πληθωρισμός καλπάζει»)
3. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καλπάζουσα (ενν. φυματίωση)
οξεία μορφή πνευμονικής φυματιώσεως, που εξελίσσεται γρήγορα προς τον θάνατο)
4. φρ. «καλπάζουσα φαντασία» — μεγάλη φαντασία.