κατονειδίζω
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
A = ὀνειδίζω, D.H.11.42.
German (Pape)
[Seite 1404] verstärktes simplex, D. Hal. 11, 42 λόγον, heftig tadeln.
Greek (Liddell-Scott)
κατονειδίζω: ὀνειδίζω, Διον. Ἁλ. 11. 42.
Greek Monolingual
κατονειδίζω (ΑΜ)
1. κατηγορώ κάποιον
2. εμπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω
μσν.
μαλώνω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀνειδίζω «ντροπιάζω, κατηγορώ»].