κατατιλάω

From LSJ
Revision as of 10:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατῑλάω Medium diacritics: κατατιλάω Low diacritics: κατατιλάω Capitals: ΚΑΤΑΤΙΛΑΩ
Transliteration A: katatiláō Transliteration B: katatilaō Transliteration C: katatilao Beta Code: katatila/w

English (LSJ)

   A make dirt over, τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων, Ar.Av.1054, Ra.366:—Pass., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι Id.Av.1117; κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατετιλῆσθαι Artem.2.26.

Greek (Liddell-Scott)

κατατῑλάω: χέζω κατά τινος, κόπρον ἐκκρίνω διάρρυτον ἢ ὑγράν, «τσιλίζω ἢ τσιρλίζω» ἐπὶ τινος, τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων ἀγαλμάτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1054, Βάτρ. 366· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιλῆσαι Ἀρτεμίδ. 2. 24.― Παθ., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1117· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιληθῆναι Ἀρτεμίδ. 2. 26.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
embrener.
Étymologie: κατά, τιλάω.

Greek Monotonic

κατατῑλάω: μέλ. -ήσω, βρωμίζω ολόγυρα, με γεν., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατατῑλάω: загаживать (τῆς στήλης Arph.): τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενος Arph. засиженный птицами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τιλάω onderpoepen, met gen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to make dirt over, c. gen., Ar.