κεντρίσκος

From LSJ
Revision as of 18:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρίσκος Medium diacritics: κεντρίσκος Low diacritics: κεντρίσκος Capitals: ΚΕΝΤΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kentrískos Transliteration B: kentriskos Transliteration C: kentriskos Beta Code: kentri/skos

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A fish, Thphr.Fr.171.9; Schneid. κεστρινίσκος.

German (Pape)

[Seite 1418] ὁ, eine Fischart, Theophr.; Schneider vermuthet κεστρινίσκος.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρίσκος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9· Schneid. κεστρινίσκος.

Greek Monolingual

ο (Α κεντρίσκος)
γένος γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας τών κεντρικιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ουραν-ίσκος, παιδ-ίσκος). Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centriscus].