καχήμερος

From LSJ
Revision as of 17:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχήμερος Medium diacritics: καχήμερος Low diacritics: καχήμερος Capitals: ΚΑΧΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: kachḗmeros Transliteration B: kachēmeros Transliteration C: kachimeros Beta Code: kaxh/meros

English (LSJ)

ον,

   A passing an unhappy day, AP9.508 (Pall.); v.l. κακ-.

German (Pape)

[Seite 1409] böse Tage habend, kümmerlich lebend, Ggstz καλήμερος, Pallad. 143 (IX, 508).

Greek (Liddell-Scott)

καχήμερος: -ον, κακὰς ἡμέρας διερχόμενος, ἄθλιος, ἀντίθ. καλήμερος, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 508.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui passe sa vie tristement.
Étymologie: κακός, ἡμέρα.

Greek Monolingual

καχήμερος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακο-, με τροπή του -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου) + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο-ήμερος, ολ-ήμερος].

Greek Monotonic

κᾰχήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που διέρχεται άσχημες μέρες, άθλιος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰχήμερος: влачащий жалкое существование Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καχήμερος -ον [κακός, ἡμέρα] ongelukkig.

Middle Liddell

κᾰχ-ήμερος, ον ἡμέρα
living bad days, wretched, Anth.