μετεμβαίνω
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
English (LSJ)
A go on board another ship, Plu.Ant.66; εἰς λῃστρικόν Id.Luc.13.
German (Pape)
[Seite 158] (s. βαίνω), anderswo hineinsteigen; in ein Schiff, Plut. Luc. 13; Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
μετεμβαίνω: ἐμβαίνω εἰς ἕτερον πλοῖον, Πλουτ. Ἀντών. 67· εἰς λῃστρικὸν ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 13.
French (Bailly abrégé)
passer d’un vaisseau dans un autre.
Étymologie: μετά, ἐμβαίνω.
Greek Monolingual
μετεμβαίνω (Α)
μπαίνω σε άλλο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐμ-βαίνω «μπαίνω»].
Greek Monotonic
μετεμβαίνω: επιβιβάζομαι σε άλλο πλοίο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μετεμβαίνω: переходить, пересаживаться (εἰς λῃστρικόν, εἰς πεντήρη Plut.).