παροικοδομέω
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
A build across or past, Th.2.75; π. ἡμῖν τεῖχος Id.7.11. II build up, π. τὰς εἰσόδους narrow them by building, Arist. HA623b32 ; π.[τὸ ὕδωρ] keep it off by a wall, D.55.17.
German (Pape)
[Seite 525] daneben bauen, τινὶ τεῖχος, Thuc. 7, 11; auch verbauen, καὶ ἀποφράττειν, Dem. 55, 17; τὰς εἰσόδους, ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, Arist. H. A. 9, 40; aber τὰς ὁδούς ist = am Wege bauen, D. C. 74, 15.
Greek (Liddell-Scott)
παροικοδομέω: οἰκοδομῶ πλησίον ἢ ἀπέναντι (πρβλ. παρατείχισμα, Θουκ. 2. 75., 7. 6, 11. ΙΙ. τὰς εἰσόδους παροικοδομοῦσιν ἐὰν εὐρεῖαι ὦσιν, ἐπὶ τῶν μελισσῶν αἵτινες καθιστῶσι τὰς εἰσόδους τῶν σίμβλων στενωτέρας οἰκοδομοῦσαι αὐτὰς ὁλόγυρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· π. τὸ ὕδωρ, ἀποφράττω διὰ τοίχου, Δημ. 1276. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bâtir auprès de, rég. ind. au τινι.
Étymologie: παρά, οἰκοδομέω.
Greek Monotonic
παροικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω δίπλα ή απέναντι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παροικοδομέω:
1) строить рядом (τεῖχός τινι Thuc.);
2) застраивать, закрывать постройкой (π. καὶ ἀποφράττειν Dem.);
3) замуровывать, заделывать (τὰς εἰσόδους Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-οικοδομέω bouwen naast.