πλασματώδης

From LSJ
Revision as of 18:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλασμᾰτώδης Medium diacritics: πλασματώδης Low diacritics: πλασματώδης Capitals: ΠΛΑΣΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: plasmatṓdēs Transliteration B: plasmatōdēs Transliteration C: plasmatodis Beta Code: plasmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A fictitious, Arist.GA764b10, Resp.472b12, Porph. Gaur.2.2; λέγω δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον Arist. Metaph.1082b3; τὸ δραματικὸν καὶ π. Plu.Rom.8.

German (Pape)

[Seite 625] ες, erdichtet, fabelhaft, einer Erdichtung ähnlich; Arist. gen. an. 4, 1; Plut. Rom. 8; verstellt, Aristaen. 1, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πλασμᾰτώδης: -ες, πλαστός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 12, π. Ἀναπν. 5. 2· λέγω δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 24.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
feint, fictif, imaginaire.
Étymologie: πλάσμα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πλάσμα, -ατος]
1. πλαστός, μυθώδης, ψεύτικος
2. προσποιητός, υποκριτικός («πλασματώδεις ὑποφθεγγόμενος ἐπικλίσεις», Αρισταίν.).

Russian (Dvoretsky)

πλασμᾰτώδης: вымышленный, выдуманный, воображаемый Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλασματώδης -ες [πλάσμα] verzonnen.