προαγόρευσις

From LSJ
Revision as of 20:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγόρευσις Medium diacritics: προαγόρευσις Low diacritics: προαγόρευσις Capitals: ΠΡΟΑΓΟΡΕΥΣΙΣ
Transliteration A: proagóreusis Transliteration B: proagoreusis Transliteration C: proagorefsis Beta Code: proago/reusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A foretelling, Arist.Po. 1454b5; prophecy, prediction, Diogenian.Epicur.4.18 (pl.), J.Ap.1.29, BJ2.8.12 (pl.), Plu.Sull.7 (pl.); prognosis, Hp.Aph.2.19 (pl., v.l.).    II proclamation, App.BC1.26; warning, prohibition, J.AJ18.8.2, 18.9.2, Poll.8.66.

German (Pape)

[Seite 704] ἡ, das Vorhersagen; Hippocr.; Arist. poet. 15; Plut. Syll. 7 orac. def. 7.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγόρευσις: ἡ, τὸ προαγορεύειν, Ἀριστ. Ποιητ. 15. 10, Πλουτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. προκήρυξις, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 26. 2) = πρόρρησις ΙΙ. 2, Πολυδ. Η΄, 66. ― Καθ’ Ἡσύχ. «προαγόρευσις· προφητεία».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prédiction.
Étymologie: προαγορεύω.

Greek Monolingual

-εύσεως, ή, ΜΑ προαγορεύω
προφητεία
αρχ.
1. η ενέργεια του προαγορεύω, το να λέει κανείς κάτι εκ τών προτέρων, να προλέγει
2. πρόγνωση
3. προκήρυξη
4. απαγόρευση συμμετοχής στα ιερά και στην αγορά τών κατηγορουμένων για φόνο ώσπου να εκδοθεί η δικαστική απόφαση.

Greek Monotonic

προᾰγόρευσις: ἡ, ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε Αριστ., σε Πλουτ.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγόρευσις: εως ἡ предвещание, предсказание Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαγόρευσις -εως, ἡ [προαγορεύω] voorspelling. waarschuwing. Plut. CMi 49.1.

Middle Liddell

προᾰγόρευσις, εως,
a stating beforehand, Arist., Plut.