προϋπαρχή
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ,
A previous service, τὴν π. ἀμείψασθαι Arist.EN1165a5.
German (Pape)
[Seite 794] ἡ, der Anfang, vorangegangene Wohlthaten, Verdienste, ἑτέρου προϋπαρχὴν ἀμείψασθαι, Arist. eth. 9, 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προϋπαρχή: ἡ, προτέρα ὑπηρεσία, ἀμείβεσθαι τὴν πρ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
service qu’on rend le premier à qqn.
Étymologie: προϋπάρχω.
Greek Monolingual
ἡ, Α ὑπαρχή
1. προηγούμενη υπηρεσία ή εξυπηρέτηση
2. προευεργέτηση.
Greek Monotonic
προϋπαρχή: ἡ, προηγούμενη υπηρεσία ή ευεργεσία, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προϋπαρχή -ῆς, ἡ [προϋπάρχω] voorafgaande dienst.
Russian (Dvoretsky)
προϋπαρχή: ἡ ранее оказанная услуга или помощь: τὸ τὴν προϋπαρχὴν ἀμείψασθαι Arst. воздаяние за прежнюю услугу.