σύγκωλος

From LSJ
Revision as of 18:43, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκωλος Medium diacritics: σύγκωλος Low diacritics: σύγκωλος Capitals: ΣΥΓΚΩΛΟΣ
Transliteration A: sýnkōlos Transliteration B: synkōlos Transliteration C: sygkolos Beta Code: su/gkwlos

English (LSJ)

ον,

   A with limbs set close together, σκέλη X.Cyn.5.30.

German (Pape)

[Seite 971] mit verbundenen, zusammensitzenden Gliedern, dicht an einander, Xen. Cyn. 5, 30.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκωλος: -ον, εὐπαγής, σκέλη Ξεν. Κυν. 5. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les pattes de devant sont rapprochées en parl. d’un lièvre.
Étymologie: σύν, κῶλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τα άκρα του στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κωλος (< κῶλον «μέλος του σώματος, άκρο»)].

Greek Monotonic

σύγκωλος: -ον (κῶλον), αυτός που τα μέλη του είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, συμπαγής στη διάπλαση του σώματος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σύγκωλος: плотно прилегающий, т. е. прямой, стройный (σκέλη Xen.).

Middle Liddell

σύγ-κωλος, ον, κῶλον
with limbs close together, Xen.