ταριχοπώλης

From LSJ
Revision as of 12:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχοπώλης Medium diacritics: ταριχοπώλης Low diacritics: ταριχοπώλης Capitals: ΤΑΡΙΧΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: tarichopṓlēs Transliteration B: tarichopōlēs Transliteration C: tarichopolis Beta Code: tarixopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dealer in salt fish, Nicostr.Com.5.3, Alex.15.14, Plu.2.631d, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, der eingesalzene Fische verlaust; Nicostrat. bei Ath. III, 118 e; auch 120 e für τεμαχοπώλης zu lesen bei Antiphan.; Luc. Vit. auct. 11; Plut. Symp. 2, 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἢ ἐμπορευόμενος παστοὺς ἰχθῦς, Νικόστρ. ἐν «Ἀντύλλῳ» 2, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 14, Πλούτ. 2. 631D, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de salaisons.
Étymologie: τάριχος, πωλέω.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α
έμπορος ή πωλητής παστών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + -πώλης].

Greek Monotonic

τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχοπώλης: ου ὁ торговец соленой рыбой Plut.

Middle Liddell

τᾰρῑχο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in salt fish, Plut., etc.