ἀερσίπους

From LSJ
Revision as of 16:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀερσίπους Medium diacritics: ἀερσίπους Low diacritics: αερσίπους Capitals: ΑΕΡΣΙΠΟΥΣ
Transliteration A: aersípous Transliteration B: aersipous Transliteration C: aersipous Beta Code: a)ersi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό,

   A high-stepping, ἵπποι ἀερσίποδες Il.18.532; contr.ἀρσί ποδες h.Ven.211, AP7.717.

German (Pape)

[Seite 43] οδος, die Füße hebend, trabend, Hom. dreimal, ἵπποι ἀερσίποδες Iliad. 3, 327. 23, 475, ἐφ' ἵππων βάντες ἀερσιπόδων 18, 532; – h. Ven. 212.

Greek (Liddell-Scott)

ἀερσίπους: ὁ , ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν πόδα, ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
qui lève le pied, rapide.
Étymologie: ἀείρω, πούς.

Spanish (DGE)

-ποδος

• Alolema(s): ἀρσί- h.Ven.211, AP 7.717

• Prosodia: [-ῐ-]
que levanta el pie muy alto, velozde caballos Il.18.532, 23.475, h.Ven.l.c., de una liebre AP l.c.

Greek Monotonic

ἀερσίπους: ὁ, ἡ, αυτός που σηκώνει το πόδι ψηλά, που αναπηδά, που καλπάζει ζωηρά ἦ ἵπποι ἀερσίποδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀερσίπους: стяж. ἀρσίπους 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый (ἵπποι Hom., HH).

Middle Liddell


lifting the feet, brisk-trotting, ἵπποι Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀερσίπους -ουν, gen. -ποδος, contr. ἀρσίπους αἴρω, πούς die de poten (hoog) optilt.