ἀμφορεύς
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
έως, ὁ: acc.
A ἀμφορέα Ar.Fr.299: dual ἀμφορῆ Telecl.2 D.: pl. ἀμφορῆς Ar.Nu.1203:—jar with narrow neck (στενόστομον τὸ τεῦχος Id.Fr. 108), Hdt.4.163, Ar.Nu.1203, etc.; used for various purposes, esp. for keeping wine in, Pl.807, Fr.299; or milk, E.Cyc.327; for pickles, X. An.5.4.28. 2 ornament in shape of vase, ὅρμος -έων IG11(2).161B 38 (Delos, iii B.C.), cf. SIG2588.199 (ib., ii B.C.). II liquid measure, = μετρητής (Philyll.7, Moer.45, etc.), 1 1/2 Roman amphorae or nearly 9 gallons, Hdt.1.51, IG3.38, D.43.8, etc. (Shortened form of ἀμφιφορεύς, q.v., from having two handles.)
German (Pape)
[Seite 146] έως, ὁ, abgekürzte Form von ἀμφιφορεύς, 1) Gefäß mit zwei Henkeln, bes. zu Wein, Ar. Plut. 807; vgl. Nub. 1185 ἀμφορῆς νενησμένοι. vollgepfropfte u. desh. unbehülfliche Krüge, Wolf vgl. Theekessel; zu Milch, Eur. Cycl. 326; zum Einpökeln des Fleisches, Xen. An. 5, 4, 28. Bei Soph. frg. 303 Todtenurne. – 2) ein bestimmtes Maaß für Flüssigkeiten, Her. 1. 51. Nach Poll. 10, 70 = μετρητής, aber nach Moer. attische Form dafür, vgl. die römische amphora.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφορεύς: έως, ὁ, αἰτ. ἀμφορέα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· πληθ. ἀμφορῆς ὁ αὐτ. Νεφ. 1203: - εἶδος ὑδρίας μετὰ στενοῦ λαιμοῦ (στενόστομον τὸ τεῦχος Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 107, πρβλ. ἴσθμιον ΙΙΙ), Ἡρόδ. 4. 163, Ἀριστοφ. Νεφ. 1203, κτλ.· ἐν χρήσει διὰ διαφόρους σκοπούς, ἰδίως δὲ πρὸς ἐναπόθεσιν οἴνου καὶ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 808· ἢ ὕδατος, Εὐρ. Κύκλ. 327, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· πρὸς ἐναπόθεσιν στέατος ἢ τεταριχευμένων ἰχθύων, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28· ὡσαύτως κάλπη πρὸς ἐναπόθεσιν τῆς τέφρας τοῦ νεκροῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 303. ΙΙ. μέτρον ὑγρῶν = τῷ μετρητὴς (Φιλύλλ. ἐν «Δωδεκάτῃ» 1, Μοῖρ., κτλ.), ἰσούμενον 1 ½ Ρωμαϊκ. amphorae ἢ σχεδὸν 9 γαλλώνια, Ἡρόδ. 1. 51., Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 48 καὶ 53. Δημ., κτλ. (συντετμ. τύπος τοῦ ἀμφιφορεύς, ἐκ τοῦ ὅτι εἶχε δύο λαβάς).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 amphore;
2 mesure de 6 conges (env. 20 l.) pour liquides.
Étymologie: p. ἀμφιφορεύς.
English (Slater)
ἀμφορεύς
1 amphora ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.*
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Morfología: [du. ἀμφορῆ Telecl.21A; plu. ἀμφορῆς Ar.Nu.1203]
1 ánfora Pi.Fr.104b.4, Hdt.4.163, Th.4.115, Ar.l.c., Arist.Pr.938a9, Artem.1.74
•usado para líquidos: vino, Ar.Pl.807, Fr.299, Alciphr.2.11, Milet 1(3).31 a 8 (IV a.C.)
•leche, E.Cyc.327, Arist.HA 522a30
•grano, Plu.2.697b
•conserva, X.An.5.4.28
•aceite, como premio en las Panateneas SEG 13.13.41-60 (Atenas V a.C.)
•de pequeño tamaño como adorno ὅρμος ἀμφορέων IG 11(2).161 B.38 (Delos III a.C.).
2 medida de capacidad = 1 metreta = 39,395 l., Hdt.1.51, IG 22.1100.47, D.43.8.
3 Ἀμφορεύς sobrenombre del rodio Xenágoras a causa de su gula, Ael.VH 12.26, cf. ἀμφορά. • DMic.: a-po-re-we.
• Etimología: Cf. ἀμφιφορεύς.
Greek Monolingual
ἀμφορεύς (-έως), ο (Α)
βλ. αμφορέας.
Greek Monotonic
ἀμφορεύς: -έως, ὁ, αιτ. ἀμφορέα· πληθ. ἀμφορῆς· συγκεκ. αντί ἀμφιφορεύς,
I. αμφορέας, δοχείο, υδρία, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. μετρητής υγρών = μετρητής = 1,5 του αμφορέα ή περίπου 9 γαλόνια, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφορεύς: έως ὁ амфорей или амфора
1) большой сосуд с двумя ручками Her., Soph., Arph., Thuc., Xen., Plut.;
2) тж. μετρητής, мера жидкостей и сыпучих тел = ок. 40 литров Her., Dem.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: jar with two handles, also as measure (Ar., Hdt.)
Other forms: ἀμφιφορεύς (Il.)
Dialectal forms: Myc. apiporewe KN \/amphiphorewes\/, aporewe du. \/amphorewe\/
Derivatives: Unclear ἀμφορείῳ φορτίῳ H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἀμφι-φορεύς, i.e. born on two sides, but with -ευς of the nom. instr. - Loan Lat. amphora, dim. ampulla.
Middle Liddell
[shortened for ἀμφιφορεύς,]
I. an amphora, jar, urn, Hdt., etc.
II. a liquid measure, = μετρητής = 1 1/2 amphorae, or nearly 9 gallons, Hdt.
Frisk Etymology German
ἀμφορεύς: (ion. att.),
{amphoreús}
Grammar: m.
Meaning: zweihenkeliger konischer Krug, auch als Maß für Flüssigkeiten gebraucht.
Derivative: Ableitungen: ἀμφορίδιον (oder -είδιον, s. Schwyzer 471 A. 4 m. Lit.) (Ar.), ἀμφορίσκος m. (D., Inschr.); ἀμφόριον (Gloss.); unklar ἀμφορείῳ· φορτίῳ H. — ἀμφορίτης als Adj. (ἀγών ‘Wettkampf mit einem ἀ. als Preis’, Kall. Fr. 80), als Subst. unsicherer Bed. PSI 5, 535, 31, s. Redard Les noms grecs en -της 106f.; ἀμφορικός (Schol.); ἀμφορίξ Adv. (Eust.), daraus ein Verb ἀμφορίζω irrig erschlossen (Eust.).
Etymology : durch Haplologie aus ἀμφιφορεύς (ep.) entstanden, Eigentlich = "Zweiträger", d. h. ein Krug, der beiderseits getragen wird, aber als Nom. instr. gebildet. Nicht mit Schwyzer 477 ein Bahuvrihi, aus *ἀμφίφορος "was beiderseits einen Träger hat" erweitert. — Daraus entlehnt lat. amphora mit Dem. ampulla.
Page 1,99-100