ἐκβλύζω

From LSJ
Revision as of 15:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβλύζω Medium diacritics: ἐκβλύζω Low diacritics: εκβλύζω Capitals: ΕΚΒΛΥΖΩ
Transliteration A: ekblýzō Transliteration B: ekblyzō Transliteration C: ekvlyzo Beta Code: e)kblu/zw

English (LSJ)

   A gush out, Orph.L.490 ; οἴνῳ LXXPr.3.10.    II trans., cause to gush out, ἄμπελος ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.Fr.255 ; νεκρὸς ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.TG13.

German (Pape)

[Seite 754] ausquellen, ausfließen, Orph. lith. 484 u. a. Sp. Bei Eust. auch transit.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβλύζω: ἐκρέω, Ὀρφ. Λιθ. 484, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13. ΙΙ. ἐκχέω, ὁπόσον ἱδρῶτα... ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν Εὐστ. Πονημ. 150. 8., 22. 41.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξέβλυσα;
faire jaillir.
Étymologie: ἐκ, βλύζω.

Spanish (DGE)

1 intr. fluir, brotar διεφθορότων ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.TG 13, ἑῆς θολὸν ἐκβλύζοντα νηδύος Orph.L.490, αἱ πηγαί, αἱ τῆς αὐτῆς ἐκβλύζουσαι γῆς Clem.Al.Prot.1.5.29, cf. I.AI 3.10, de un río ἐκ τῆς τῶν Ἀρμενίων Basil.Ep.365, αἷμα καὶ ὕδωρ del costado de Cristo, Ath.Al.M.28.801A
rebosar ἵνα ... οἴνῳ ... αἱ ληνοί σου ἐκβλύζωσιν LXX Pr.3.10.
2 tr. hacer brotar, hacer manar ἄμπελος ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.Fr.255.

Greek Monolingual

(AM ἐκβλύζω, Α και ἐκβλύω)
1. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω, αναβλύζω
2. εκκρίνω («τὸ λείψανον... ἐκβλύζει μῡρον», «ὁπόσον ἱδρῶτα ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν»).

Greek Monotonic

ἐκβλύζω: εκρέω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβλύζω: стремительно вытекать, бить ключом: ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plut. хлынуло огромное количество жидкости.

Middle Liddell

to gush out, Plut.