ἐρισφάραγος
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A loud-roaring, of Poseidon, h.Merc.187 ; of Zeus, Pi.Fr.15, B.5.20 ; loud-voiced, of men, Plu.2.698e.
German (Pape)
[Seite 1031] laut tosend, brausend, Poseidon, H. h. Merc. 187; Pind. frg. 263; πατὴρ πάντων Ep. ad. 522 (IX, 521).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, σφαραγέομαι.
English (Slater)
ἐρισφᾰρᾰγος
1 loud thundering ἐρισφα ράγ[ου] πατ[ρός (i. e. Zeus: supp. Lobel) fr. 6a. d, = fr. 15 Schr.
Greek Monolingual
ἐρισφάραγος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί δυνατά, ο μεγαλόφωνος («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σφάραργος (< σφαραγούμαι «σφριγώ») (πρβλ. ερισπάραγος)].
Greek Monotonic
ἐρισφάρᾰγος: -ον, αυτός που βροντά δυνατά, βροντερός, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἐρισφάρᾰγος: (φᾰ) мощно грохочущий, многошумный (Ποσειδῶν HH; sc. Ζεύς Pind., Anth.).
Middle Liddell
ἐρι-σφάρᾰγος, ον
loud-roaring, Hhymn.