ἐχέτλη
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ἡ, (ἔχω)
A plough-handle, Hes.Op.467, A.R.3.1325, AP 7.650 (Phalaec.), D.S.9.7, Alciphr.3.19, Luc. JTr.31:—hence ἐχετλ-εύω, plough, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1124] ἡ, der Pflugsterz, stiva, Hes. O. 469; Ap. Rh. 3, 1325; Alciphr. 3, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέτλη: ἡ, (ἔχω) λαβὴ ἀρότρου, Λατ. stiva· «τοῦ ἀρότρου τὸ κατόπιν ξύλον ὀρθόν, οὗ ἔχεται ὁ ἀρότης» (Ζωναρ., Φώτ. Ἐτυμ. Μ. 404. 15), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 465, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1325, Ἀνθ. Π. 7. 650. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὃ κατέχει ὁ ἀροτὴρ τοῦ ἀρότρου, καὶ ἡ αὖλαξ. καὶ ἡ σπάθη τοῦ ἀρότρου», καὶ «ἐχέτλαις· ἀροτριάμασιν. αὔλαξιν». καὶ «ἐχετλεύειν ἀροτριᾶν».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
manche de charrue.
Étymologie: ἔχω.
Greek Monolingual
ἐχέτλη, ἡ (Α)
η λαβή του αρότρου («ἄκρον ἐχέτλης χειρὶ λαβών», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχέ-θλη, με ανομοίωση τών δασέων < θ. εχε- του έχω (I)
(για το επίθημα πρβλ. γενέ-θλη). Συνδέεται με ουαλ. haeddel, μσν. βρετ. haezl, που έχουν την ίδια σημ. και διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας].
Greek Monotonic
ἐχέτλη: ἡ (ἔχω), λαβή αρότρου, Λατ. stiva, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχέτλη: ἡ ἔχω 5] рукоять плуга Hes., Anth.
Frisk Etymological English
See also: s. ἔχω
Middle Liddell
ἐχέτλη, ἡ, [ἔχω]
a plough-handle, Lat. stiva, Hes.
Frisk Etymology German
ἐχέτλη: {ekhétlē}
Grammar: f.
Meaning: Pflugsterz, Pflug (Hes. Op. 467, A. R., D. S. u. a.); nach H. auch Pflugeisen und Furche (καὶ ἡ αὖλαξ καὶ ἡ σπάθη τοῦ ἀρότρου).
Derivative: Davon ἐχετλήεις zum Pflugsterz gehörig (AP), ἐχετλεύειν· ἀροτριᾶν H. — Für sich steht ἐχέτλιον etwa Fischbehälter (Nik. Th. 825). Verbalnomen von ἔχειν, aus *ἐχέθλη dissimiliert (vgl. γενέθλη u. a.; Chantraine Formation 375, Schwyzer 262 und 533).
Etymology : Ein keltisches Wort für Pflugsterz, kymr. haeddel, mbret. haezl, weicht nur im Vokalismus ab (urkelt. *sagedlā, aus idg. *seĝhedhlā?, s. Pedersen Vergl. Gramm. 1, 39). — Die ιο- Ableitung ἐχέτλιον setzt eine unabhängige Bedeutungsentwicklung des zugrundeliegenden Verbalnomens voraus.
Page 1,599