ἑλικοειδής
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
poet. εἱλικ-, ές,
A of winding or spiral form, [[[σαυνία]]] D.S.5.30; γραμμή Plu.Num.13; of planetary orbits, Cleom.1.4; ἔντερον Aret.SD2.3; τόποι S.E.P.1.126; σελήνη D.L.7.144. Adv. -δῶς Cleom.1.4, Dsc.2.165, Olymp. in Mete.13.9.
German (Pape)
[Seite 797] ές, wie gewunden, gedreht; γραμμή Plut. Num. 13; a. Sp. – Adv., D. L. 10, 104.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλικοειδής: ποιητ. εἱλικ-, ἑς, ἔχων σχῆμα ἕλικος, Πλουτ. Νουμ. 13· ἔντερον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 3. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἴδε ἐν λ. ἀλλοειδής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est comme roulé en spirale, sinueux, tortueux.
Étymologie: ἕλιξ, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): εἰλι- Zonar.
I gener.
1 que tiene salientes y entrantes o escotaduras, ondulado, quebrado τὰ δ' ἑλικοειδῆ (σαυνία) δι' ὅλων ἀνάκλασιν ἔχει D.S.5.30, γραμμή de los escudos de los salios, Plu.Num.13, ἐν στενοῖς καὶ ἑλικοειδέσι (τόποις) op. ἀναπεπτάμενος ‘abierto’, ‘liso’, S.E.P.1.126, cf. Zonar., περὶ κνώδακας ... κοιλότητας ἔχοντας ἑλικοειδεῖς Orib.49.23.19.
2 sinuoso, serpenteante κατὰ τὴν πορείαν ἑλικοειδεῖς ἔχει τὰς ὁρμάς de un dragón mítico, Herenn.Phil.Hist.4, cf. Eust.Ant.Hex.M.18.745C
•que se produce en espiral, que forma espirales de una de las formas de movimiento divino, Dion.Ar.DN 9.9, ἡ ἑ. τοῦ πυρὸς καταφορά Sch.A.Pr.1043H., ῥεῦσις Sud.s.u. ἑλικώτατον ὕδωρ.
3 retorcido, enrollado τὰ κέρατα Apollon.Lex.66.21, τὰ ἑλικοειδῆ ξέσματα las virutas Origenes Cels.6.55, ὀφρῦς ἑ. τὴν ἀψῖδα περιτορνεύουσα Lib.Descr.30.12, λόβος de una planta, Sch.Theoc.3.29d, αἱ ἑλικοειδεῖς τρίχες los bucles, EM 640.46G.
4 que se arremolina alrededor, que rodea, envolvente τὸ ἑ. (κῦμα), ὃ βαπτίζει τὰς ναῦς Sch.S.Ai.353P.
II usos técn., cien.
1 anat. sinuoso, ondulado αἱ φλέβες Hp.Morb.4.40, τῇ περὶ τὸ στόμα τῆς μήτρας ἑλικοειδεῖ ἐπαναστάσει Gal.19.127, de las trompas de los ovarios, Aët.16.1
•que forma pliegues o circunvoluciones ἡ τῆς ὑὸς μήτρα Gal.2.891, cf. Sor.1.4.43, ἔντερον Aret.SD 2.3.5
•helicoidal τὰ ἑλικοειδῆ ἀγγεῖα los vasos helicoidales, e.e. los canalículos seminíferos Gal.4.562, del caracol o coclea en el oído ἡ ἀκοὴ ... ἑλικοειδεῖ τῷ πόρῳ τῶν ἐν τῷ ἀέρι ψόφων ἀντιλαμβάνεται Basil.Hom.23 (p.37.2), cf. Thdt.M.83.477D.
2 mat. helicoidal γραμμαί Hero Def.7 tít., Theo Sm.178.13, cf. Plot.6.3.13, Porph.in Cat.133.11, ref. al movimiento, Olymp.in Mete.205.17.
3 astr. sinuoso, que forma ondas, ondulatorio del movimiento de astros por el círculo zodiacal, D.L.7.144, Cleom.1.2.64, Sch.E.Ph.1.
4 arq. espiral ref. las volutas de los capiteles, Hsch.s.u. ἀνθέμιον
•de una escalera de caracol ἡ ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ ἄνοδος Origenes Io.10.40.278.
III adv. -ῶς
1 anat. formando pliegues o circunvoluciones πέπλεκται ... ἀγγεῖα ἑ. Gal.2.890, cf. 4.570, τὴν ὀπὴν ἑ. ἐξετόρνευσεν ref. a las orejas, Pall.V.Chrys.4.139.
2 ref. mov. en espiral, helicoidalmente πλάνητες ... ἑ. ἐν αὐτῷ (τῷ ζῳδιακῷ) κινούμενοι Cleom.1.2.61, ἅπερ (τὰ ἐκνέφια πνεύματα) ἑ. ἑλίττονται Olymp.in Mete.13.9, del movimiento de los ángeles, op. κυκλικῶς ‘en círculo’ y κατ' εὐθείαν ‘en línea recta’, Dion.Ar.DN 4.8, del vuelo de un insecto atado, Suet.Lud.6
•del crecimiento de ciertas plantas en espiral, como enredadera καυλοὶ ... περιελισσόμενοι τοῖς παρακειμένοις δένδρεσι ἑ. Dsc.2.165, cf. Poll.9.124.
3 formando diseños de espirales u ondas τοὺς ἥλους ἑ. τοῖς καττύμασι ἐγκατακρούειν obligan a los zapateros a clavar los clavos en las suelas haciendo diseños de ondas Clem.Al.Paed.2.11.116.
Greek Monolingual
-ές (AM ἑλικοειδής, Α και εἱλικοειδής)
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με έλικα.
Greek Monotonic
ἑλῐκοειδής: ποιητ. εἱλικ-, -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα έλικα ή σπείρας, φιδωτός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἑλῐκοειδής: извилистый (γραμμή Plut.; σαυνίον Diod.; τόποι Sext.).