ῥοδανός

From LSJ
Revision as of 18:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδᾰνός Medium diacritics: ῥοδανός Low diacritics: ροδανός Capitals: ΡΟΔΑΝΟΣ
Transliteration A: rhodanós Transliteration B: rhodanos Transliteration C: rodanos Beta Code: r(odano/s

English (LSJ)

ή, όν, perh.

   A wavering, flickering, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Il. 18.576:—this is the reading of most codd., but ancient critics differed as to the form; Zenod. gave διὰ ῥαδαλόν (which he derived from κραδαλόν); the reading of Aristoph. and Aristarch. is uncertain, perh. παρὰ ῥαδινόν, v. Sch. ad loc.; cf. also ῥαδινός (Apollon. Lex., who reads ῥαδινόν, absurdly interprets as λεπτόν, οἱονεὶ ῥαδονόν, παρὰ τὸ ῥᾳδίως δονεῖδθαι).

German (Pape)

[Seite 846] = ῥόδινος, zw. (vgl. ῥαδινός, κραδάω), schwank, schlank, leicht bewegt, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, am leicht vom Winde bewegten Röhricht hin, Il. 18, 576, nach Aristarch.; vgl. aber Spitzner zur Stelle; die Schol. führen an, daß Zenodot. διὰ ῥαδαλόν las u. Aristophanes παρὰ ῥαδαλόν.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδᾰνός: -ή, -όν, τρυφερός, ἁπαλός, εὐδιάσειστος, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Ἰλ. Σ. 576· - αὕτη εἶναι ἡ κοινῶς ἀποδεδεγμένη γραφή· καὶ ἅπαντες μὲν συμφωνοῦσι περὶ τὴν σημασίαν, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὸν τύπον ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ γνωμῶν· ὁ Ζηνόδοτ. ἔγραφε: διὰ ῥοδαλὸν ἢ κραδαλόν· ὁ Ἀριστοφ. παρὰ ῥαδαλόν· ἄγνωστον πῶς ἀνεγίνωσκεν ὁ Ἀρίσταρχος· ἴδε Σχόλ. Ἑνετ. καὶ τὴν σημείωσιν Spitzner ἐν τόπῳ· πρβλ. ὡσαύτως ῥαδινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
souple, flexible.
Étymologie: R. Ῥοδ, de la racine i.-e. *Vrad, être flexible.

English (Autenrieth)

waving, swaying, Il. 18.576† (v. l. ῥαδαλόν).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. ῥαδινός.

Greek Monotonic

ῥοδᾰνός: -ή, -όν, τρυφερός, απαλός, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ῥοδᾰνός: гибкий (δονακεύς Hom.).

Middle Liddell

ῥοδᾰνός, ή, όν
waving, flickering, Il. [deriv. uncertain]