άγγιχτος

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ανέγγιχτος, άψαυστος
2. ακέραιος
3. αυτός που δεν τέθηκε ακόμη σε χρήση, αχρησιμοποίητος
4. μτφ. α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, εύθικτος, ευέξαπτος
β) (για κοπέλες) αγνή, παρθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. +γγίζω ή < αγγίζω, όπου η σημασία της στερήσεως δημιουργήθηκε από το αρκτικό α- και τον αναβιβασμό του τόνου].