άλλως
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἄλλως)
με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς
νεοελλ.
1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή
2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε
εκτός τούτου, εξάλλου
αρχ.
1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως αλλιώς
«ἄλλως οὐδαμῶς», με κανένα άλλο τρόπο
2. «καὶ ἄλλως» ή «ἄλλως δέ»
α) και εκτός τούτου, επίσης, επί πλέον β) σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε
3. περίφρ. «ἄλλως τε καὶ», και για άλλους λόγους και..., κυρίως, κατεξοχήν, προπάντων, και μάλιστα
4. με καλύτερο τρόπο, καλύτερα
5. δωρεάν
6. (με ουσιαστικά) τίποτε άλλο από, απλώς
7. αλλιώς από ό,τι θα έπρεπε να είναι, τυχαία, άσκοπα
8. μάταια, του κάκου
9. αλλιώς από ό,τι είναι ορθό, άτοπα, κακώς
10. (ελλειπτική περίφραση) «τὴν ἄλλως» (ενν. ἄγουσαν ὁδόν)
α) μάταια
β) γενικά, αδιάφορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀλληνάλλως].