άμπυξ

From LSJ
Revision as of 20:50, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

ἄμπυξ (-υκος), ο (Α)
1. διάδημα, ταινία για το δέσιμο τών μαλλιών τών γυναικών
2. προμετωπίδιο αλόγου
3. στεφάνη τροχού
4. στη Μυκηναϊκή η λ. απαντά σε πινακίδες στην Πύλο με τις σημ. 1, 2 (a-pu-ke).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμ- (< πρόθ. ἀνα-, με αποκοπή και αφομοίωση) + πύξ, που απαντά στον ποιητ. τ. πύκα «πυκνός, στερεός». Η λ. συνδέεται με το αβεστ. pusā «διάδημα, στέμμα» < ΙΕ pukā ρίζα puk «συνωθώ, περικλείω, περικυκλώνω» (πρβλ. πρόσφυξ: φυγή).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμπυκάζω, άμπυκτήρ, ἀμπύκωμα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἑλικάμπυξ, λευκάμπυξ, ἀνάμπυξ, κυανάμπυξ, μονάμπυξ, λιπαράμπυξ, ἱμεράμπυξ, χρυσάμπυξ, εὐάμπυξ, ἀμπυκFοργός].