Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμυγδαλωτός

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

και μυγδαλωτός, -ή, -ό
1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου
2. αυτός που περιέχει ψίχα αμυγδάλου
3. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλωτό είδος γλυκίσματος παρασκευασμένο από κοπανισμένα αμύγδαλα, αλεύρι, ζάχαρη, αβγά κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. -ωτός].