παρόρασις

Revision as of 15:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A false vision, Ruf.Fr.116 (pl.), Gal.7.99.    II overlooking, συγγνώμη καὶ π. Plu.Aem.3, cf. LXX 2 Ma.5.17, Luc.Jud.Voc.3, etc.

German (Pape)

[Seite 527] ἡ, das Uebersehen, die Nachlässigkeit, Sp. – Bei Ruf. falsches Sehen.

Greek (Liddell-Scott)

παρόρᾱσις: ἡ, πλημμελὴς ὅρασις, Γαλην. 14. 314, 13. ΙΙ. τὸ παραβλέπειν, παράβλεψις, ἀμέλεια, Πλουτ. Αἰμίλ. 3, Λουκιαν. Δίκη Φων. 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de regarder légèrement, négligence.
Étymologie: παροράω.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ ΜΑ παρορώ
απροσεξία κατά την παρατήρηση, παράβλεψη, αμέλεια
αρχ.
κακή όραση, μειωμένη όραση (α. «ἴλιγγοι τε καὶ παροράσεις» — ζαλάδες και καταστάσεις σκοτοδίνης, Γαλ.
β. «...παροράσεις οἷον κωνωπίων προφαινομένων» — προβλήματα στην όραση σαν να πετούν κουνούπια μπροστά στα μάτια, Ρούφος).

Greek Monotonic

παρόρᾱσις: ἡ, παράβλεψη, παραμέληση, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρόρᾱσις: εως ἡ невнимательность, небрежность, недосмотр Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρόρᾱσις -εως, ἡ [παροράω] achteloosheid.

Middle Liddell

παρόρᾱσις, εως,
overlooking, negligence, Plut., Luc.