εὐθύδικος

From LSJ
Revision as of 20:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠδῐκος Medium diacritics: εὐθύδικος Low diacritics: ευθύδικος Capitals: ΕΥΘΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: euthýdikos Transliteration B: euthydikos Transliteration C: efthydikos Beta Code: eu)qu/dikos

English (LSJ)

ον,    A righteous-judging, B.5.6, A.Ag.761 (lyr.), AP6.346 (Anacr.).    II εὐθύδικον, τό, = εὐθυδικία, IG5(2).357.25 (Stymphalus, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1070] gerad, gerecht richtend, gerecht, Aesch. Ag. 739 οἴκων γὰρ εὐθυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί, auch im fem., εὐθυδίκαι, richtiger εὐθύδικαι, von den Eumeniden, Eum. 502; Anacr. ep. 13 (VI, 346).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύδῐκος: -ον, ὁ δικαίως δικάζων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 761, Ἀνθ. Π. 6. 346· ἀντὶ τοῦ εὐθυδίκαι ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 312, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ εὐθυδίκαιοι· πρβλ. ὀρθοδίκαιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
simplement ou strictement juste.
Étymologie: εὐθύς, δίκη.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐθύδικος, -ον)
αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον
η ευθυδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -δικος < δίκη (πρβλ. ά-δικος, κατά-δικος)].

Greek Monotonic

εὐθύδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που δικάζει δίκαια, σε Αισχύλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθύδῐκος: правосудный, справедливый (οἶκοι Aesch.).

Middle Liddell

εὐθύ-δῐκος, ον δίκη
righteous-judging, Aesch., Anth.