Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάβλημα

From LSJ
Revision as of 23:38, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάβλημα Medium diacritics: κατάβλημα Low diacritics: κατάβλημα Capitals: ΚΑΤΑΒΛΗΜΑ
Transliteration A: katáblēma Transliteration B: katablēma Transliteration C: katavlima Beta Code: kata/blhma

English (LSJ)

ατος, τό,    A overthrow, in argument, πτῶμά τοι τὸ κ. Democr.125.    II anything let down: hence,    1 in ships, tarpaulin for keeping off missiles, IG22.1629.409, 1631.262,al.    2 curtain, drop-scene of a theatre, in pl., Poll.4.127,131.    3 skirt, fringe, Duris14J.    4 outer wrapper, Hp.Art.33.    III payment, dub. in IG12.354.

German (Pape)

[Seite 1340] τό, das Herabgeworfene, Niedergelassene, der Vorhang im Theater, der bei den Alten herabgelassen wird, u. der die Decorationen vorstellende Überwurf über die περίακτοι, Poll. 4, 127. 131; – das Darübergeworfene, Umwurf, Ath. XII, 536 a; Umschlag, Medic. – Bei den Schiffen ein Stück der Takelage, Att. Seew. p. 160.

Greek (Liddell-Scott)

κατάβλημα: τό, τὸ καταθετὸν ἢ καταβληθέν, πρβλ. προσκατάβημα. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα καταβιβαζόμενον, 1) παραπέτασμα, τὸ καταπέτασμα τοῦ θεάτρου, Πολυδ. Δ΄, 127, 131: ― περὶ τῶν καταβλημάτων τῶν πλοίων ἴδε Böckh Att. Seewesen, σ. 161. 2) κράσπεδον ἢ κροσσωτὴ παρυφή, Ἀθήν. 536Α. 3) ἐξωτερικὸν περικάλυμμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799.

Greek Monolingual

το (Α κατάβλημα) καταβάλλω
κάθε πράγμα που καταβιβάζεται, παραπέτασμα, αυλαία κ.ά.
αρχ.
1. (για επιχείρημα) η ανατροπή, η κατάρρευση («πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα», Δημόκρ.)
2. (για πλοία) παράρρυμα, παραπέτασμα που χρησίμευε για απόκρουση βλημάτων
3. (για υφάσματα) η κροσσωτή παρυφή, το κράσπεδο, η ούγια
4. εξωτερικό περίβλημα, περικάλυμμα
5. επιγρ. η πληρωμή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάβλημα -ατος, τό [καταβάλλω] verwerping:. πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα de verwerping betekent je eigen val Democr. B 125. geneesk. verband, windsel.