κατηβολή
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
ἡ, A = τὸ ἐπιβάλλον, E.Frr.614,750. 2 = καταβολή 111, Hp. ap. Gal.19.11c, Pl.Hp. Mi.372e (cf. Sch.), Hsch., Phot. 3 = θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1400] ἡ (vgl. καταβολή), Fieberanfall, Ohnmacht, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 699.
Greek (Liddell-Scott)
κατηβολή: ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.
Greek Monolingual
κατηβολή, ἡ (Α)
1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον (βλ. επιβάλλω)
2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός
3. επιβολή, αξίωμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βολή (< βάλλω)
το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (βλ. και επήβολος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατηβολή -ῆς, ἡ [καταβάλλω] koortsaanval.