κεγχριαῖος

From LSJ
Revision as of 08:56, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχριαῖος Medium diacritics: κεγχριαῖος Low diacritics: κεγχριαίος Capitals: ΚΕΓΧΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kenchriaîos Transliteration B: kenchriaios Transliteration C: kegchriaios Beta Code: kegxriai=os

English (LSJ)

α, ον,    A of the size of a grain of millet, μεγέθη Dsc.2.83, cf. Luc.Icar.18, Theo Sm. p.125 H.

German (Pape)

[Seite 1410] von der Größe eines Hirsekorns, κεγχριαῖος ἦν τὸ μέγεθος Luc. Icarom. 18.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχριαῖος: -α, -ον, ἔχων τὸ μέγεθος τοῦ κέγχρου, Λουκ. Ἰκαρ. 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
gros comme un grain de millet.
Étymologie: κέγχρος.

Greek Monolingual

κεγχριαῑος, -ία, -ον (Α)
ίσος στο μέγεθος με το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ιαῑος (πρβλ. κολοσσ-ιαίος, πλευρ-ιαίος)].

Greek Monotonic

κεγχριαῖος: -α, -ον (κέγχρος), αυτός που έχει το μέγεθος ενός σπυριού κεχριού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κεγχριαῖος: размером с просяное зерно (κ. τὸ μέγεθος Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεγχριαῖος -α -ον [κέγχρος] zo groot als een gierstekorrel.

Middle Liddell

κεγχριαῖος, η, ον κέγχρος
of the size of a grain of millet, Luc.