μακαρισμός

From LSJ
Revision as of 11:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰρισμός Medium diacritics: μακαρισμός Low diacritics: μακαρισμός Capitals: ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: makarismós Transliteration B: makarismos Transliteration C: makarismos Beta Code: makarismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A pronouncing happy, blessing, Pl.R.591d, Arist.Rh.1367b33, Andronic. Pass.p.570 M., Plu.2.471c; giving praise or thanks, Epicur.Sent. Vat.52, Phld.D.3 Fr.86a.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰρισμός: -οῦ, ὁ, τὸ μακαρίζειν, Πλάτ. Πολ. 591D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de vanter ou d’envier le bonheur d’autrui.
Étymologie: μακαρίζω.

English (Strong)

from μακαρίζω; beatification, i.e. attribution of good fortune: blessedness.

English (Thayer)

μακαρισμου, ὁ (μακαρίζω), declaration of blessedness: λέγειν τόν μακαρισμόν τίνος, to utter a declaration of blessedness upon one, a fuller way of saying μακαρίζειν τινα, to pronounce one blessed, Plato, rep. 9, p. 591d.; (Aristotle, rhet. 1,9, 34); Plutarch, mor., p. 471c.; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ο (AM μακαρισμός) μακαρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μακαρίζω, καλοτύχισμα
2. στον πληθ. οι μακαρισμοί
οι οχτώ σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί του όρους ομιλία του Ιησού
μσν.-αρχ.
υπόσχεση για ευλογία
αρχ.
απόδοση επαίνων ή ευχαριστιών.

Greek Monotonic

μᾰκᾰρισμός: -οῦ, ὁ, ανακήρυξη κάποιου ως ευτυχισμένου, το καλοτύχισμα, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκᾰρισμός: ὁ восхваление, превознесение, прославление Plat., Arst., NT.

Middle Liddell


a pronouncing happy, blessing, Plat., Arist.

Chinese

原文音譯:makarismÒj 馬卡里士摩士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:有福(著)
字義溯源:祝褔,稱為有福,福,福氣,有福,祝賀;源自(μακαρίζω)=稱為有福),而 (μακαρίζω)出自(μακάριος)*=極其蒙褔的)
出現次數:總共(3);羅(2);加(1)
譯字彙編
1) 福氣(1) 加4:15;
2) 福(1) 羅4:9;
3) 有福的:(1) 羅4:6

English (Woodhouse)

congratulation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)