μακεσίκρανος

From LSJ
Revision as of 11:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱκεσίκρᾱνος Medium diacritics: μακεσίκρανος Low diacritics: μακεσίκρανος Capitals: ΜΑΚΕΣΙΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: makesíkranos Transliteration B: makesikranos Transliteration C: makesikranos Beta Code: makesi/kranos

English (LSJ)

ον, (μᾶκος)    A tall-crested, of the hoopoe, Hsch.

German (Pape)

[Seite 84] mit langer Kuppe, langem Federbusch, der Wiedehopf, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱκεσίκρᾱνος: -ον, (μᾶκος) «ὁ ἔποψ· διὰ τὸ ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καθάπερ λόφον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μακεσίκρανος, -ον (Α)
(για τον τσαλαπετεινό) αυτός που έχει μακρύ λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶκεσι- μέσω αμάρτυρου μάκεσις + κράνος, κατά τα σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. και λυσι-)].