μακεσίκρανος
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ον, (μᾶκος) A tall-crested, of the hoopoe, Hsch.
German (Pape)
[Seite 84] mit langer Kuppe, langem Federbusch, der Wiedehopf, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱκεσίκρᾱνος: -ον, (μᾶκος) «ὁ ἔποψ· διὰ τὸ ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καθάπερ λόφον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μακεσίκρανος, -ον (Α)
(για τον τσαλαπετεινό) αυτός που έχει μακρύ λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶκεσι- μέσω αμάρτυρου μάκεσις + κράνος, κατά τα σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. και λυσι-)].