μαχήμων

From LSJ
Revision as of 11:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχήμων Medium diacritics: μαχήμων Low diacritics: μαχήμων Capitals: ΜΑΧΗΜΩΝ
Transliteration A: machḗmōn Transliteration B: machēmōn Transliteration C: machimon Beta Code: maxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,    A warlike, Il.12.247; βῶλος, of the soil of Colchis, AP4.3b.22 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχήμων: -ον, γεν. ονος, φιλοπόλεμος, πολεμικός, Ἰλ. Μ. 247, Ἀνθ. Π. 4. 3, 68.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
belliqueux.
Étymologie: μάχομαι.

English (Autenrieth)

warlike, Il. 12.247†.

Greek Monolingual

μαχήμων, -ον (Α)
1. φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμικός («oὐ γὰρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων», Ομ. Ιλ.)
2. (ειδικά για το έδαφος της Κολχίδας) εκεί όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαχ- του μάχομαι + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλ-ήμων, θελ-ήμων)].

Greek Monotonic

μᾰχήμων: -ον, γεν. -ονος, πολεμοχαρής, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχήμων: 2, gen. ονος воинственный, боевой (κραδίη Hom.).

Middle Liddell

μᾰχήμων, ονος,
warlike, Il., Anth.