ξενισμός

From LSJ
Revision as of 13:52, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενισμός Medium diacritics: ξενισμός Low diacritics: ξενισμός Capitals: ΞΕΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: xenismós Transliteration B: xenismos Transliteration C: ksenismos Beta Code: cenismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Pl. Ly.205c, Luc.Salt.45, etc.;    A τὸν ξ. ποιεῖν τῷ Ἡρακλεῖ SIG1106.61 (Cos, iv/iii B. C.); καλέσαι τινὰς ἐπὶ ξενισμόν BCH49.306 (Teos) : in pl., Plu.Demetr.12, etc.    II strangeness, novelty, Plb.15.17.1, D.S.3.33.    2 injurious effect of change, ξενισμοὶ ὑδάτων Dsc.2.152 : but, generally, change, τῶν ξενισμοῦ καὶ μεταποιήσεως χρῃζόντων Antyll. ap. Orib.7.7.7; μέγας ὁ ξ. τοῦ σώματος Gal.17(2).28 ; ξενισμὸν ἐμποιεῖν Sor.1.116 ; ξ. στομάχου Ruf. ap. Orib.7.26.152.

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, 1) = ξένισις, Plat. Lys. 205 c; Plut. Thes. 14 u. a. Sp. – 2) Neuheit, Ungewohntheit, Fremdartigkeit einer Sache, Pol. 15, 17, 1 D. L. 2, 94 u. a. Sp. Auch eine durch Ungewohntes hervorgebrachte, nachtheilige Veränderung, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

ξενισμός: ὁ, = ξένισις, Πλάτ. Λῦσ. 205C, Λουκ. π. Ὀρχ. 45· κτλ· ἐν τῷ πληθ., Πλουτ. Δημήτρ. 12, κτλ ΙΙ. τὸ παράδοξον πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 17, 1, Διόδ. 3. 33. 2) ἐπιβλαβὴς ἐνέργεια πράγματός τινος προερχομένη ἐκ χρήσεως μὴ συνήθους, «βιβρωσκόμενον δὲ (τὸ σκόροδον δηλ.) καὶ πρὸς τοὺς ξενισμοὺς τῶν ὑδάτων ἁρμόζει» Διοσκ. 2. 182· ἴδε ξενίζω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ξένισις.

Greek Monolingual

ο (Α ξενισμός) ξενίζω
νεοελλ.
1. η χρησιμοποίηση ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, αντί της αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων της ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η μαντάμ» — ήλθε η κυρία
β. «έλαβε χώραν» — έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε)
2. η μίμηση τών ξένων
αρχ.
1. η φιλοξενία
2. το παράδοξο, το ασυνήθιστο
3. επιβλαβής κατάσταση που προέρχεται από αλλαγή της συνηθισμένης χρήσης ενός πράγματος
4. επιζήμιο γεγονός
5. έκπληξη, κατάπληξη
6. διαφοροποίηση, μεταβολή.

Greek Monotonic

ξενισμός: ὁ, = ξένισις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ξενισμός:
1) Plat., Plut. = ξένισις;
2) необычность, новизна Polyb., Diod.

Middle Liddell

ξενισμός, οῦ, ὁ, = ξένισις, Plat.]

English (Woodhouse)

entertaining

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)