παράγγελσις

From LSJ
Revision as of 14:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράγγελσις Medium diacritics: παράγγελσις Low diacritics: παράγγελσις Capitals: ΠΑΡΑΓΓΕΛΣΙΣ
Transliteration A: parángelsis Transliteration B: parangelsis Transliteration C: paraggelsis Beta Code: para/ggelsis

English (LSJ)

εως, ἡ, in war,    A transmission of orders, Th.5.66 (pl.), Pl.Lg.942b (pl.); ἀπὸ παραγγέλσεως πορεύεσθαι X.An.4.1.5.

German (Pape)

[Seite 474] ἡ, das Ankündigen, Befehlen, bes. bei den Soldaten, das Commando, Xen. ἀπὸ παραγγέλσεως πορευόμενοι, An. 4, 1, 5; καὶ ἐγείρεσθαι νυκτωρ εἰς τὰς φυλακὰς καὶ παραγγέλσεις, Plat. Legg. XII, 942 b.

Greek (Liddell-Scott)

παράγγελσις: ἡ, ἐν πολέμῳ, πρόσταγμα, ὅπερ διεβιβάζετο ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἕτερον, Θουκ. 5. 66, Πλάτ. Νόμ. 942Β· ἀπὸ παραγγέλσεως πορεύεσθαι Ξεν. Ἀν. 4. 1, 5· πρβλ. παραγγέλλω, παράγγελμα.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ordre, commandement ; ἀπὸ παραγγέλσεως XÉN par ordre du général (ordre verbal ou par signe et non au moyen de la trompette).
Étymologie: παραγγέλλω.

Greek Monolingual

ή, Α παραγγέλλω
(στη διάρκεια πολέμου) διαβίβαση διαταγών με τη μέθοδο της μετάδοσής τους διαδοχικά από τον έναν στον άλλο.

Greek Monotonic

παράγγελσις: ἡ, λέγεται στον πόλεμο, πρόσταγμα, εντολή, σε Θουκ.· ἀπὸ παραγγέλσεως πορεύεσθαι, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράγγελσις -εως, ἡ [παραγγέλλω] bevel, commando:. ἀπὸ παραγγέλσεως op een commando Xen. An. 4.1.5.

Russian (Dvoretsky)

παράγγελσις: εως ἡ (устное) приказание, распоряжение Thuc., Plat.: ἀπὸ παραγγέλσεως Xen. согласно приказу.

Middle Liddell

παρ-άγγελσις, εως, [from παραγγέλλω
in war, a giving the word of command, Thuc.; ἀπὸ παραγγέλσεως πορεύεσθαι Xen.

English (Woodhouse)

word of command

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)