περίκομψος
From LSJ
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
ον, A very subtle, ὑπόνοιαι Ar.Pax994.
German (Pape)
[Seite 580] sehr geschmückt, Ar. Pax 959.
Greek (Liddell-Scott)
περίκομψος: -ον, ὁ πάνυ κομψός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 994.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très joli, très agréable.
Étymologie: περί, κομψός.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίκομψος, -ον, ΝΑ
1. κομψότατος
2. ο εξεζητημένα κομψός.
Greek Monotonic
περίκομψος: -ον, πολύ κομψός, φίνος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περίκομψος: изящный, тонкий (αἱ ὑπόνοιαι Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-κομψος -ον heel subtiel.
Middle Liddell
περίκομψος, ον,
very elegant, exquisite, Ar.