πλάτυσμα

From LSJ
Revision as of 17:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάτυσμα Medium diacritics: πλάτυσμα Low diacritics: πλάτυσμα Capitals: ΠΛΑΤΥΣΜΑ
Transliteration A: plátysma Transliteration B: platysma Transliteration C: platysma Beta Code: pla/tusma

English (LSJ)

ατος, τό,    A flat object, e.g. tile, Herod.3.46; slab, κηροῦ Dsc.Eup.1.171; metal plate, Hero Dioptr.5; χαλκοῦν Gal.12.831; plaster, Heliod. ap. Orib.46.29.3, Orib.Syn.2.59; flat cake, Gal.4.526; π. μυῶδες, a muscle discovered by Galen, 18(2).930; τὰ π. τῶν κωπῶν blades, Eust.1625.17.

German (Pape)

[Seite 627] τό, jeder ausgebreitete Körper, Platte, σιδήρου, Eisenplatte, breites Stück Zeug u. dgl., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλάτυσμα: τό, (πλατύνω) πᾶν πεπλατυσμένον πρᾶγμα, μεταλλίνη πλάξ, κοινῶς «λάμα», σιδήρου Ἀέτ.· χαλκοῦν Γαλην.· πλατὺ πλακούντιον, ὁ αὐτ.· τὰ π. τῶν κωπῶν Εὐστ. 1625. 17.

Greek Monolingual

το / πλάτυσμα και πλάτυμμα, ΝΜΑ
το αποτέλεσμα του πλατύνω
2. κάθε πεπλατυσμένο αντικείμενο
νεοελλ.
1. βοτ. το έλασμα τών φύλλων τών φυτών
2. φρ. «μυώδες πλάτυσμα»
ανατ. λεπτός πλατύς τετράπλευρος μιμικός μυς του τραχήλου, που εκτείνεται υποδορίως μεταξύ δελτοειδούς και υποκλειδίου χώρας και κάτω γνάθου
μσν.
φρ. «τὰ πλατύσματα τῶν κωπῶν» — οι πλάτες τῶν κουπιών
αρχ.
1. πλάκαπλάτυσμα κηροῡ», Διοσκ.)
2. μεταλλική πλάκα, έλασμα
3. έμπλαστρο
4. πλατύ γλύκισμα
5. πεπλατυσμένος μυς που ανακαλύφθηκε από τον Γαληνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύνω. Ο τ. πλάτυμμα είναι μτγν.].