πολυμάθεια

From LSJ
Revision as of 17:53, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμάθεια Medium diacritics: πολυμάθεια Low diacritics: πολυμάθεια Capitals: ΠΟΛΥΜΑΘΕΙΑ
Transliteration A: polymátheia Transliteration B: polymatheia Transliteration C: polymatheia Beta Code: poluma/qeia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,    A = πολυμαθία (q.v.), Arist.Fr.62, Str.1.1.1, Ph.1.652, Luc.Salt.37: as pr. n. of a Muse at Sicyon, Plu.2.746e.

German (Pape)

[Seite 665] ἡ, das viel Lernen, Gelehrsamkeit, Luc. de salt. 33. 37. Vgl. πολυμαθία.

Greek (Liddell-Scott)

πολυμάθεια: ἡ, = πολυμαθία, (ὃ ἴδε), ἴδε ἐν λ. Πολύμνια.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grand savoir.
Étymologie: πολυμαθής.

Greek Monolingual

η / πολυμάθεια, ΝΜΑ, και πολυμαθία και ιων. τ. πολυμαθίη, Α πολυμαθής
1. η ιδιότητα του πολυμαθούς, το να έχει μάθει κανείς και να γνωρίζει πολλά
2. ως κύριο όν. άλλη ονομασία της μούσας Πολύμνιας.

Russian (Dvoretsky)

πολυμάθεια: (μᾰ) ἡ Luc. = πολυμαθία.