πολύεργος
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ον, A hardworking, ἀροτρεύς Nic.Th.4, cf. Cat.Cod.Astr.2.179; perh. f.l. for ἀμπελοεργοί, Theoc.25.27. II Pass., highly-wrought, elaborate, Ph.1.665.
German (Pape)
[Seite 662] von vieler Arbeit, viel arbeitend, mühsam, Theocr. 25, 27. – Auch worauf viel Arbeit verwendet ist, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύεργος: -ον, ὁ πολὺ ἐργαζόμενος, Θεόκρ. 25. 27. ΙΙ. παθ., ὁ πολὺ εἰργασμένος, ἔντεχνος, Φίλων 1. 665.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 très laborieux, très diligent;
2 qui donne beaucoup de peine.
Étymologie: πολύς, ἔργον.
Greek Monolingual
-ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύεργος
εντομολ. ονομασία γένους κλειστόγαστρων υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που εργάζεται πολύ
2. ο πολύ δουλεμένος, πολύ επεξεργασμένος, έντεχνος («οἴνων ἀμυθήτων πολυεργούς και παμπικίλους κράσεις», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ-εργος].
Greek Monotonic
πολύεργος: -ον (*ἔργω), αυτός που εργάζεται πολύ, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύεργος: Theocr. = πολυεργής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύεργος -ον [πολύς, ἔργον] zeer arbeidzaam.