προσνέω

From LSJ
Revision as of 19:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσνέω Medium diacritics: προσνέω Low diacritics: προσνέω Capitals: ΠΡΟΣΝΕΩ
Transliteration A: prosnéō Transliteration B: prosneō Transliteration C: prosneo Beta Code: prosne/w

English (LSJ)

(A), aor.    A -ένευσα Th.3.112:—swim to or towards, l.c.; λιμένι Luc.Bis Acc.21.
προσνέω (B),    A heap up against, ξύλα ταῖς θύραις Plu.2.775e.

German (Pape)

[Seite 773] (s. νέω), zu-, hinanschwimmen, προσένευσαν Thuc. 3, 112, u. Sp., wie Luc. bis acc. 21. (s. νέω), dazu anhäufen, ξύλα ταῖς θύραις, Plut. amat. narr. 5 a. E.

Greek (Liddell-Scott)

προσνέω: μέλλ. -νεύσομαι, προσνήχομαι, Θουκ. 3. 112, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 21.

French (Bailly abrégé)

1entasser devant, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, νέω⁴.
2nager vers, τινι.
Étymologie: πρός, νέω².

Greek Monolingual

(I)
Α
κολυμπώ προς μια κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (Ι) «κολυμπώ»].
(II)
Α
συσσωρεύω επί πλέον, προσθέτω κάτι ακόμη στον σωρό που ήδη υπάρχει, επισωρεύω («προσνέειν ξύλα ταῑς θύραις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (III) «μαζεύω, συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

προσνέω: μέλ. -νεύσομαι, κολυμπώ σε ή προς, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσνέω:
I νέω II] (fut. προσνεύσομαι) подплывать, приплывать (τινι Thuc., Luc.).
II νέω IV] (fut. προσνήσω) нагромождать, наваливать (ξύλα ταῖς θύραις Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-νέω zwemmen naar.

Middle Liddell

fut. -νεύσομαι
to swim to or towards, Thuc.