προσμειδιάω

From LSJ
Revision as of 19:44, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμειδιάω Medium diacritics: προσμειδιάω Low diacritics: προσμειδιάω Capitals: ΠΡΟΣΜΕΙΔΙΑΩ
Transliteration A: prosmeidiáō Transliteration B: prosmeidiaō Transliteration C: prosmeidiao Beta Code: prosmeidia/w

English (LSJ)

   A smile upon, τινι Plu.2.821f, etc.; εὑρησιλογίαις ib. 28a; αὐτοῖς ἡ Τύχη -εμειδίασε Chor.Brum.6: abs., Luc.Merc.Cond.7, 16.

German (Pape)

[Seite 772] anlächeln, zulächeln, τινί, Luc. merc. cond. 7. 16; Plut., der auch verbindet ὄχλων ἀεὶ τῷ διδόντι προσμειδιώντων ἐφήμερόν τινα καὶ ἀβέβαιον δόξαν, reip. ger. praec. 29; vgl. Lob. Phryn. p. 463.

Greek (Liddell-Scott)

προσμειδιάω: μειδιῶ πρός τινα μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιδοκιμάζω, Λατ. arrideo, τινι Πλούτ. 2. 23Α, 821F, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 7 καὶ 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
sourire à, τινι ; τινί τι faire à qqn la faveur de qch.
Étymologie: πρός, μειδιάω.

Greek Monotonic

προσμειδιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], χαμογελώ σε κάποιον με την έννοια της επιδοκιμασίας, Λατ. arrideo, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσμειδιάω: улыбаться, обращаться с улыбкой (τινι Plut., Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-μειδιάω toelachen.

Middle Liddell

fut. άσω
to smile upon, with a sense of approving, Lat. arrideo, Luc.